συμβολογράφημα

συμβολογράφημα
τὸ, Μ [συμβολογραφῶ]
αυτό που έχει γραφεί με σύμβολα, αυτό που έχει γραφεί συμβολικά («ὁ νόμος δὲ πολλοῑς καὶ ποικίλοις συμβολογραφήμασι ταύτην προϋπεσκίασε», Γερμ. Κωνστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”